- υαλοποιήσιμος
- η , ο [ος , ον ] идущий на изготовление стекла
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υαλοποιήσιμος — η, ο, Ν [υαλοποίηση] αυτός που επιδέχεται υαλοποίηση … Dictionary of Greek
υαλοποιήσιμος — η, ο που μπορεί να υαλοποιηθεί, που επιδέχεται υαλοποίηση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)